- κοσμοφυλακώ
- κοσμοφυλακῶ, -έω (Μ) [κοσμοφύλαξ]1. έχω το εκκλησιαστικό αξίωμα τού κοσμοφύλακα, είμαι φύλακας τού εκκλησιαστικού κόσμου, τής τάξης και ευπρέπειας τής Εκκλησίας2. είμαι φύλακας τού κόσμου, τού σύμπαντος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.